"Ο Τρύγος" 

                       από το πρόγραμμα Μελίνα 


Επιτέλους.
Έφτασε η στιγμή που περίμενα τόσους μήνες. Στέκομαι μπροστά στο 

πατητήρι κι ακόμα δεν το πιστεύω! Ότι σε λίγο θα αρχίσει η γιορτή! Ήταν 

χειμώνας ακόμη, όταν με ξύπνησε ο πατέρας μου, χαράματα σχεδόν, πριν 

καλά-καλά βγει ο ήλιος, για να πάμε στο αμπέλι. Είχε έρθει η ώρα να 

κλαδέψουμε. Να κόψουμε όσα κλαδιά ήταν άχρηστα και να κοντύνουμε τα 

υπόλοιπα. Να δείτε τον πατέρα μου την ώρα που κλάδευε. 

Με δυσκολία του έπαιρνες κουβέντα. Όλη του η προσοχή 

ήταν στραμμένη στη δουλειά του. Στεκόταν σκυφτός με τις 

ώρες. Και χρατς από δω! Και χρατς από κει. Κρατούσε τα εργαλεία στα χέρια του, το κλαδευτήρι για τα πιο λεπτά κλαδιά, ένα άλλο σαν πριονάκι για τα πιο χοντρά και έκοβε, έκοβε συνέχεια: "Τον βοήθησα κι εγώ λίγο. Αλλά πάντοτε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του. Όλο πρόσεχε και πρόσεχε έλεγε. Αντρέα, το νου σου σε αυτό Αντρέα, το νου σου σε εκείνο. Είσαι μικρός. Και μπορεί να κοπείς. Όλο έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Κι όλο έτσι λέει. Μόνο να βλέπω. Για να μαθαίνω .

Όταν τέλειωσε το κλάδεμα, άρχισε το σκάψιμο. Κι ήταν πολύ κουραστικό. Ο πατέρας μου πάλι τα ίδια. Εσύ δε θα σκάψεις. Ξέρω, ξέρω γιατί είμαι μικρός, θα σου δείξω όμως, όταν θα μεγαλώσω. 

Το σκάψιμο ήθελε πολλά χέρια. Για αυτό ο πατέρας ζήτησε βοήθεια. Ήρθε ο θείος ο Δήμος. Κι ο θείος ο Τάσος. Πήραν τις τσάπες και ξεκίνησαν. 

Γκαπ! Γκουπ! Γκα.π! Γκουπ! Μια η τσάπα σηκωνόταν ψηλά, μια έμπαινε μέσα στη γη. Και το χώμα μαζευόταν σε σωρούς ανάμεσα στα κλήματα. Κι έτσι που ήταν μαζεμένο, το νερό της βροχής θα έφτανε πιο εύκολα στις ρίζες του αμπελιού. Και θα του έκανε πολύ καλό. Έτσι μου είπαν. Το Μάρτιο είχαμε άλλη δουλειά. Άντε πάλι πρωινό ξύπνημα. Κι ένα κρύο που έκανε! Πολύ κρύο. Μέχρι που πόνεσαν τα μαγουλά μου. Αυτή τη φορά έπρεπε να ραντίσουμε. 

 Να ψεκάσουμε τα κλήματα με διάφορα Φάρμακα .
Μετά το ψέκασμα ακολούθησε το Βλαστολόημα. θα μου πείτε, άρχισα τα δύσκολα. Βλαστολόημα, βλαστολόημα, τι να είναι αυτό άραγε; Είναι το κόψιμο των άχρηστων κλαδιών. Πάλι μπήκε ο πατέρας ανάμεσα στα κλήματα; Αυτή τη φορά δε χρησιμοποίησε εργαλεία. Άρχισε να κόβει τα κλαδιά με τα χέρια του. Τα άχρηστα όπως είπαμε. Και τα έκοβε με μια ταχύτητα. Ε, τόσα χρόνια μέσα στο αμπέλι, βάζω στοίχημα ότι θα τα κατάφερνε και με κλειστά μάτια ακόμα.
Όταν μπήκε για τα καλά η άνοιξη, άρχισε ο σκάλος. Φόρεσα το "μάρτη", το βραχιολάκι με τις ασπροκόκκινες κλωστές βλέπετε ο μαρτιάτικος o ήλιος είναι πολύ ζεστός και φοβήθηκα μη με κάψει-και ακολούθησα τον πατέρα. Μπροστά εκείνος, πίσω εγώ. Με το που φτάσαμε, ξεκίνησε αμέσως να σκαλίζει και να ξεχορταριάζει τα κλήματα. Κι είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ τα αγριόχορτα, που τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι τα γόνατα. Είναι καιρός τώρα που τα σταφύλια άρχισαν να ωριμάζουν. Από τότε κάποιος άρχισε να τριγυρνάει στο αμπέλι μας. Αυτός ο κάποιος ήταν ένας ψηλός άντρας με μακριά μουστάκια, ο κυρ-Παναγής. Όταν μιλούσαν για αυτόν στο χωριό, τον έλεγαν "ο δραγάτης". Κι ,ήταν τόσο άγρια η ματιά του. Αλίμονο σε όποιον πλησίαζε τα σταφύλια. Μα δεν πρόσεχε μόνο το δικό μας αμπέλι. Είχε φτιάξει την καλύβα του ψηλά, πάνω σε ένα δέντρο. Από εκεί αγνάντευε όλη την περιοχή. Και τη φυλούσε. Γιατί γύρω-γύρω έχει κι άλλα αμπέλια.
Πέρασε ο καιρός. Και δεν ωρίμασαν όλα τα σταφύλια μας μαζί. Πρώτη-πρώτη έγινε η σταφίδα, Ήταν θυμάμαι τέλος Ιουλίου. Άντε το πολύ-πολύ αρχές Αυγούστου. Από νωρίς μαζεύτηκε η οικογένεια στο αμπέλι. Κι η χαρά μου ήταν μεγάλη. Γιατί έκοψα κι εγώ ρώγες από τα τσαμπιά. Όσες ήθελα. Κι ύστερα τις άπλωσα στο αλώνι. Για να τις δει ο ήλιος. Και να ξεραθούν. Κάθε τόσο πήγαινε η μάνα στο αλώνι κι ανακάτευε τη σταφίδα. Για να λιαστούν όλες οι ρόγες. Και να λιαστούν καλά. Όταν ξεράθηκαν οι σταφίδες, πιάσαμε πάλι δουλειά. Στην αρχή τις χτενίσαμε με το γράβαλο , μια μεγάλη ξύλινη χτένα με πολλά δόντια, που μαζεύει τα άχρηστα.
Όταν πρωτόπιασα το γράβαλο, το κοίταξα καλά-καλά. Μια το γυρνούσα από δω.
Μια το γυρνούσα από κει. Δε μπορούσα να το χωνέψω. Ότι έμοιαζε με τη δική μου χτένα. Μόνο που ήταν πιο μεγάλη.
Μετά τρίψαμε τις σταφίδες με τα χέρια μας. Για να φύγουν τα κοτσάνια. Και στο τέλος τις βάλαμε στο λαμνί για να τις ζεστάνει καλά ο ήλιος. Το λαμνί έμοιαζε με μεγάλο κουτί, ανοικτό από πάνω.
Αλλά ακόμα δεν είχαμε τελειώσει με τις σταφίδες. Γιατί έπρεπε να τις λιχνίσουμε.
  Να τις καθαρίσουμε δηλαδή από τις βρωμιές αλλά και τις χοντρές και σάπιες ρόγες, Η σταφίδα έπρεπε να είναι απόλυτα έτοιμη πριν πάει στον έμπορο. Αυτόν που θα την πουλούσε;
Μεγάλη αναστάτωση επικράτησε στο σπίτι λίγο πριν αρχίσει ο τρύγος. 

Το μάζεμα των άλλων σταφυλιών. Εκείνων με τις πιο μεγάλες ρόγες. Όλοι έτρεχαν πάνω- κάτω. Κι ο καθένας έκανε από κάτι. Η μάνα επιδιόρθωνε τις μουστιές, τα ασκιά για τη μεταφορά του μούστου.  Έραβε και τις καινούργιες. Γιατί πολλές .από τις παλιές είχαν καταστραφεί.
Ο πατέρας πάλι καθάριζε το πατητήρι. Εκεί που θα πατούσαμε τα σταφύλια. Έπλενε και τα βαρέλια. Στα βαρέλια θα βάζαμε το μούστο, το ζουμί των σταφυλιών. Με τον καιρό ο μούστος θα γινόταν κρασί.
Την ημέρα του τρύγου, λίγο μετά τη γιορτή του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου,
ξυπνήσαμε νωρίς. Κι όλοι σηκωθήκαμε γελαστοί. Γιατί ο τρύγος ήταν γιορτή για μας.
Τα αμπέλια θα γέμιζαν με κόσμο. Κι ο τόπος θα αντιλαλούσε από τις φωνές και τα τραγούδια μας.
Πρώτα-πρώτα ο πατέρας πήγε στο στάβλο. Έβγαλε τα άλογα και τα έδεσε στο κάρο. Και φόρτωσε εκεί πάνω όλα τα πράγματα. Τις μουστιές. Μικρά και μεγάλα καλάθια. Το τρόκολο. Ακόμη και το ξύλινο πατητήρι.
Πηγαίνοντας προς το αμπέλι συναντηθήκαμε με όλους τους άλλους. Πήγαιναν κι αυτοί στα αμπέλια τους. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε. Κι ο τρύγος ξεκίνησε.
Τα τσαμπιά με τα σταφύλια κόβονταν με βιασύνη. Τα καλάθια γέμιζαν σιγά-σιγά. Κι ο σωρός στην άκρη του αμπελιού, εκεί που αδειάζαμε τα καλάθια, μεγάλωνε.
Και νάμαι μπροστά στο πατητήρι. Σε λίγο θα αρχίσει το πάτημα των σταφυλιών. Και θα το ξεκινήσω εγώ. Μου το υποσχέθηκε ο πατέρας. Κι είμαι τόσο ανυπόμονος, που δε μπορώ να κρατηθώ. Μα να! Έρχεται... Τα πόδια μου γλιστρούν ανάμεσα στις ρόγες. Για πότε ήρθε ο πατέρας και για πότε με σήκωσε να με βάλει μέσα στο πατητήρι, ούτε που το κατάλαβα. Και τώρα...έχει στηθεί σωστό πανηγύρι γύρω μου. Άλλοι γελούν. Άλλοι τραγουδούν. Κι άλλοι χορεύουν. Χορεύω κι εγώ. Μέσα στο πατητήρι. Κι όσο χορεύω, τόσο γεμίζει η κάδη -η μεγάλη ξύλινη σκάφη- με μούστο. Κι όλο καμαρώνω. 

Γιατί είναι η πρώτη φορά που πατάω σταφύλια. Ξαφνικά την προσοχή μου τραβάει το τρόκολο. Άλλο παράξενο και τούτο. Στο τρόκολο μπαίνουν τα στέμφυλα. Τα πατημένα σταφύλια και τα κουκούτσια. Για να στυφτούν. Και να βγει όσος μούστος έχει απομείνει. Η μεγάλη ξύλινη βίδα κατεβαίνει. Τα στέμφυλα πιέζονται καλά-, καλά. Να που δεν έχει βγει όλο το ζουμί. Μένει κι άλλο. Και πέφτει στην ξύλινη κάδη. Έφτασε η στιγμή που ο μούστος θα μπει στις μουστιές. Τα ασκιά γεμίζουν το ένα μετά το άλλο. Και φορτώνονται στο κάρο. Κι εγώ...εκεί. Μέσα στο πατητήρι. Δε μου κάνει καρδιά να βγω. Μα δυο χέρια με αρπάζουν και με καθίζουν στο κάρο. Φαίνεται ότι το παράκανα. Το κάρο ξεκινά. Κι εγώ βρίσκομαι στοιβαγμένος ανάμεσα στις μουστιές και τα καλάθια με τα σταφύλια. Το κάρο το οδηγεί ο πατέρας.
Τώρα, άλλη δουλειά μας περιμένει. Να αδειάσουμε το μούστο στα βαρέλια. Εκεί θα μείνει για μέρες. Για να βράσει, Και να γίνει κρασί. Λίγη ρετσίνα στο ένα βαρέλι, θα δώσει το ρετσινάτο κρασί. Στο άλλο βαρέλι γίνεται το γλυκόπιοτο και ελαφρύ κρασί, αυτό που πίνουν οι γυναίκες. Και θα βγει πριν προλάβει ο μούστος να βράσει καλά.

Τι ωραία. Είναι όλα προγραμματισμένα.

Τα στέμφυλα πάλι μπαίνουν σε μεγάλα βαρέλια, θα μείνουν εκεί, μέχρι τον Οκτώβριο. Και μετά θα χρησιμοποιηθούν για το τσίπουρο.
Ο καιρός δεν αργεί να περάσει. Κι εγώ πρώτος, όπως πάντα. Με τρώει η περιέργεια. Αν και το τσίπουρο δεν το συμπαθώ. Μου θυμίζει... Μου θυμίζει τις εντριβές που μου κάνει η μάνα μου όταν αρρωσταίνω. Για αυτό πλησιάζω σιγά-σιγά το
ρακοκάζανο. Το μεγάλο σιδερένιο δοχείο με τους σωλήνες. Τους λουλάδες. Έτσι λέγονται. Ο πατέρας το μεταφέρει δίπλα στη
βρύση. Βάζει τα στέμφυλα στο κάτω μέρος του, το καζάνι. Προσθέτει και λίγο νερό. Από πάνω μπαίνει το καπάκι. Κι αρχίζουν τα παράξενα. Η μάνα φέρνει ζυμάρι. Για να σφραγίσουν το καζάνι με το καπάκι. Και να μην περάσει καθόλου αέρας. Η φωτιά ανάβει. Και τα στέμφυλα βράζουν. Ο ατμός ανεβαίνει. Και περνάει μέσα από τους λουλάδες. Κι από τις άκρες τους αρχίζουν να πέφτουν οι σταγόνες. Μία, μία. Μέσα στην πήλινη στάμνα. Η περιέργεια μου φουντώνει. Μα πώς γίνεται αυτό; 

 Δεν αργούν να μου εξηγήσουν. Ότι στους λουλάδες πέφτει κρύο νερό. Από τη βρύση. Κι έτσι ο ατμός κρυώνει. Και γίνεται υγρό.

Το τσίπουρο είναι έτοιμο. Κι από την ώρα εκείνη, οι επισκέψεις δε λένε να τελειώσουν. Όλοι έρχονται να το δοκιμάσουν. Και να ευχηθούν και του χρόνου. Εμένα όμως, όσος καιρός κι αν έχει περάσει, όλο εκεί το μυαλό μου. Στο πατητήρι. Και στο πάτημα των σταφυλιών. Κάθομαι και μετράω τους μήνες. Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ιανουάριος , Σεπτέμβριος. Χρειάστηκαν τα δάχτυλα και των δύο χεριών μου για να τους μετρήσω. Και περίσσεψε κι ένας. Τόσοι πολλοί είναι. Ανακάθομαι. στο κρεβάτι μου κι αναστενάζω.

Μα την άλλη στιγμή χαμογελάω, θα περάσει ο καιρός. Και θα περάσει γρήγορα. Και θα έχω μεγαλώσει. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο. Και τότε...θα τους δείξω. Όλα μόνος μου θα τα κάνω...

 

 

Επιστροφή στη σελίδα του σχολείου

 

Web Design  by Κιοσσές Γιώργος